ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ Ο ΙΣΚΙΟΣ
κάτω από ίσκιο παχύ κι ανάλαφρο
κι από κλώνους γεροδεμένους
μέσα σε χρόνους άγνωρους
σάμπως ο δρόσος που φύσηξε
μαντήλι το ρόδο ξετύλιξε
ξενομερίτης όποιος τον φύτεψε
την ανάσα κρατώ κι ανασαίνω
μακρύς ο δρόμος και ξαποσταίνω
με της πηγής το γάργαρο νερό
σιωπώ πώς να αναμετρηθώ
μισός και ο σπόρος φερτός
μισός και ο σπόρος δικός
σπόρος φερτός, σπόρος δικός
πόσο βαθιά ρίζωσε αυτός
ένας και μοναδικός
για το ρόδο του ευωδιαστός
στη σκιά του αγκαλιά το αποκοίμιζε
τα βράδια καθώς που το μύριζε
τους κλώνους σου θαύμασα
με τα φιλιά μας σ' ανάθρεψα
κλώνοι απλωτοί, γλυκιά φυλακή
σαν μπράτσα τεράστια
μάτια πυρηνικά εργοστάσια
απ' τη σκια σου μην λάθεψα
είπε στο δέντρο με μάτια όλο απορία
μια του χειμώνα αδάμαστη
κι άλικη τριανταφυλλιά
δίχως αγκάθια για τα μικρά πουλιά
κλειστό βιβλίο ή ένα άδειο δοχείο
της σιωπής αναρώτηση κι ανησυχία
μην από ρείκι σε πήρα για πλάτανο
ευθεία μα αχαρτογράφητη η πορεία
στις ρίζες σου σκύβω κι ας λερωθώ
εντέλει ποιος ξέρει τι έργο κι αυτό
τα πελώρια κλαδιά του μαζεύει
ή τα πουλιά σαν παιδιά προστατεύει
Κάτω από ίσκιο παχύ κι ανάλαφρο
κι από κλώνους γεροδεμένους
τα δύο σαν έξι να είναι μαζί
δεν ξεμακραίνει ο πλάτανος εκεί
μιαν Άνοιξη περιμένει να φανεί
το άλικο ρόδο με ανάσα ευωδιαστή
(Verse)
© ΒΑΛΙΑ ΜΑΪΣΤΡΟΥ “ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ Ο ΙΣΚΙΟΣ” 04.02.2025 από το “10 και πλέον ιστορίες μετά το 30”, All Rights Reserved