24 July, 2015

ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΟ ΑΛΛΟ ΤΟΥΣ ΜΙΣΟ

 

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ


...δεν ξέρω ούτε να λέω, ούτε να γράφω παραμύθια...ξέρω όμως να τα διαβάζω στα μάτια των άλλων...και τα καλύτερα παραμύθια εκεί μέσα τα είδα, στα μάτια των ανθρώπων, κι ας είμαι κύμα...κι έτσι εγώ σήμερα θα σας διηγηθώ τι άκουσα, κι όποιος το θέλει, ας το πιστέψει κι ας παρηγορηθεί, αφού αυτό είναι το παραμύθι, παραμυθία και παρηγοριά...!

ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΟ ΑΛΛΟ ΤΟΥΣ ΜΙΣΟ 

...κι έστησα λοιπόν αυτί, ενώ τα σύννεφα τα απέναντι αστραπές εφώτιζαν πολλές σαν να 'θελαν να πούνε "τώρα, κύμα μου καλό, κόπασε, σώπασε και άκου", κι εκεί που οι Νεράιδες με την Γοργόνα κάθονταν στα βράχια, εκεί τις άκουσα που σιγοψυθίριζαν, και μήτε κούνησαν στιγμή από τον βράχο τούτο τον τραχύ και, μάλλον, την ιστορία τη γνωστή ελέγαν για το πώς των ανθρώπων το άλλο τους μισό, το ποθητό, πώς ατυχώς εχάθη...
....εκτός κι αν πάλι του Μορφέα το χέρι με βούτηξε κρυφά από του Ποσειδώνα την δασιά του αγκάλη, αγκάλη αφράτη, ζεστή κι απαλή σαν κόρφο πρωτομάνας, δίχως χαμπάρι εγώ η αγαθή να πάρω, κύμα απαλό ως γέννηκα, που μήτε για πρώτη φορά ελάθεψε μήτε θαρρώ και τελευταία...

Ο Δίας λοιπόν, Κυράδες μου καλές, έλεγε η Γοργόνα, αφού επέζησε εν τέλει, από της μάνας του το κόλπο δηλαδή, πήρε την κατάρα τούτη δω απ΄ τον πατέρα του τον Κρόνο, λίγο πριν πεθάνει, ποτέ με θηλυκό αναπαμό η καρδιά του να 'βρει...κι όλο ο Δίας έτρεχε, τη μια να γίνεται χρυσή βροχή, την άλλη ταύρος ή αητός, όποιο θηλυκό εύρισκε στο πέρασμα του, ετούτο τρελά να θέλει, να καμωθεί τον κύριο Άριστο, να το κερδίσει ! 

Πόσο θα ήθελε να ήτανε όμως κι αυτός σαν τους ανθρώπους του, στην δούλεψη του που' χε, αυτά τα τιποτένια κι ασήμαντα πλάσματα γύρω από τον Όλυμπο ! τόσο φτωχικά πώς ζούσαν...τόσο ευτυχισμένα μέσα στην ασημαντότητα τους, μα και στο μοιραίο και τελεσίδικο αυτής τους της θνητότητας... τόσο ολοκληρωμένα από την γέννα τους !

Γιατί άραγε να το 'χουν το άλλο τους μισό, το ταίρι τους από την κούνια τους ευθύς σταλμένο ; 
Πώς τάχα αυτός, τρανός θεός, ο ανώτερος, ο διαφεντευτής του κόσμου τούτου, που ό,τι η ψυχούλα του επόθαγε, πάντα ευθύς να το 'χε, τούτο δω, το ταίρι το πιστό, της ψυχής του αντίγραφο, το άλλο του μισό, τούτο αιωνίως να μην είχε ; με κατάρες κι αναθέματα στον Κρόνο και με ζήλια στ' ανθρωπάκια πορευότανε τη ζήση του αιώνες επί αιώνων...

Έτσι λοιπόν, αρχοντολάτρευτες, μικρές μου φιλενάδες, τους λέει η Γοργόνα, προχώραγε η ζωή εκεί, έως που ο Προμηθέας, μια μέρα στα κλεφτά, πήγε κι έδωσε κι άλλη ευτυχία στους ανθρώπους, τη φωτιά...κι ως εδώ τα ξέρατε, μα δεν τους έδωσε μόνον της φωτιάς την πύρα, να ψήνουν και να τρώνε κι ένα γύρω της όλοι να συμμαζεύονται και να πυρώνονται...ήταν η φωτιά του 'Ερωτα που άναψε και πύρωσε και ζέσταινε και τράνωσε ετούτους τους ανθρώπους ! 

Κι όσα δύσκολα τους έβαζε εμπόδια, έτσι να κάνει χάζι, ακόμα και μέσ' της φυλακής, για τ΄ αμαρτήματά τους, την πόρτα την άστοργα τσιμεντωμένη να μην μπορούν να σπάσουν, παράθυρο κι ελπίδα στη ζωή τους έδινε...κι ατρόμητοι αυτοί και μαχητές στεκόντουσαν, κι ας βόγκαγαν, η ψυχή τους εφτερούγιζε σαν, λες, να πάει να σπάσει ! 

Ετούτα εδώ τα τιποτένια του ανθρωπάκια εγίνανε ανώτερα, ακόμα κι από εκείνον, τον θεϊκό τον Δία, ατρόμητα και λυσσαλέα, έτοιμα για κάθε πόλεμο και κάθε δυσκολία, που ατυχία τα 'λεγαν, και πάλι εμπρός ορμούσαν !

Κάλεσε συμβούλιο επειγόντως, με όλους τους θεούς μια νύχτα τρομερή, τότε που η θάλασσα απ' του Ποσειδώνα το άγχος εχτυπιότανε κι απ' του Βοριά, του φίλου του, το άχτι ελυσσομανούσε χαλνώντας όχι μόνον λιμάνια που 'βρισκε στο διάβα του, μα και ξεχώνοντας αλμυρίκια δεκάδες στην σειρά από την άκρη της, δίχως μήτε φύκι να μείνει εντός της ένα, τότε...κι αφού τους ενημέρωσε τι εσκόπευε να κάμει, απόφαση τρανή αποφάσισαν πως αυτά τα τιποτένια πλάσματα, για δουλειές και μόνον καμωμένα, παρ' όλη την εξυπνάδα τους την τρανταχτή, να αποδυναμώσουν πρέπει, και στα Τάρταρα μονάχα τους να θένε για πάντα να κλειστούνε...

Πρωί-πρωί βγήκε ο Δίας και τελάλισε από τον Όλυμπο πως τους δίνει μια βδομάδα διορία διακοπές να πάνε, όσο ήθελαν μακρυά από τη δούλεψή του, κι ακόμα παραπέρα !

- “Και μετά ; τι έγινε μετά ;”  ρώτησαν οι Νεράιδες με αγωνία περισσή την όμορφη Γοργόνα.

...Μετά ο Δίας τους μοίρασε απλόχερα ωραία φρούτα ζουμερά, φρούτα του πάθους και της λησμονιάς τα λένε, μονάχα που δεν το 'ξεραν τα τιποτένια τ' ανθρωπάκια και πάνω στη χαρά τους την πολλή και στην μεγάλη τους επιθυμία τους κόπους τόσων χρόνων να κοπάσουν, έφαγαν κάμποσα από δαύτα, άντρες – γυναίκες, δύναμη στο ταξίδι τους να πάρουν...

Μόνο που στη βιάση την πολλή, και μεσ' την παραζάλη του φευγιού, ξέχασαν κι απώλεσαν την μνήμη του άλλου τους μισού και της προηγούμενης ζωής τους, καθώς σεργιάνιζαν στης γης ανάμεσα τα ωραία μήκη και τα πλάτη, όμοια με τον Παράδεισο που 'χανε ονειρευτεί το προηγούμενο βράδυ ! Κι ούτε πώς πίσω να γυρίσουν ήξεραν πως έπρεπε για των θεών τη χάρη και τη δούλεψη, μήτε για της μνήμης της μοναδικής του άλλου τους μισού που εχάθη...
Κι  από τότε, χρόνους χίλιους και τρισχίλιους, ζουν στη γη, μακρυά από τον Ζήνειο Όλυμπο, οι άνθρωποι...

Mα μέσ' τα Τάρταρα βαθειά...γλυτώσαν ;; δεν κλειστήκαν ;; την ρώτησε η μια η Νεράιδα, αυτή που πάντα μοίραζε χρυσόσκονη εκεί όπου ο Έρωτας ο απίστευτος αντάρτης κι αποστάτης των θεών, είχε προηγουμένως από τους ανθρώπους περάσει πρώτος...

Eίναι που βοήθησες πολύ εσύ ! Εσύ, Νεράιδα μου καλή, που σκέφτηκες κάτι τόσο καλό, τόσο ηδύ, εσύ κι η νεραϊδόσκονη σου ! 

Είδες ; είναι πως πας και ρίχνεις πάνω, σ' όποιον παράταιρο του Έρωτα η σαϊτιά βαρέσει, μπόλικη από δαύτη, κι ως να σωθεί, κι απ' την βροχή στην πλάση ξεπλυθεί κάνοντας ζώα και φυτά αναμετάξυ τους γλυκά ν' αναμιχθούν για χάρη των ανθρώπων, μια γλυκιά  παρηγοριά πως το άλλο τους μισό ευρέθη θεϊκά, πόσο φιλέσπλαχνα σε τούτους τους ταλαίπωρους ανθρώπους θες και δίνεις ! 

Και πάνε και στραβώνονται και γεύονται της ηδονής τη γλύκα με ό,τι ζαβό, ό,τι λειψό κι αδύναμο του κόσμου του τρελού, εκεί που ούτε να ακούν δεν ήπρεπε ! 

Και βλέπουν οι άντρες ονείρατα τρελά με μάτια ανοιχτά, του κόσμου την απύθμενη ομορφιά εμπρός τους γεμάτη τσαχπινιά κι ερωτισμό και σύνεση και νοικοκυροσύνη, αντί πραγματική ξινίλα, γκρίνια, σπατάλη κερατιά ή αφροσύνη ! 

Μα κι οι γυναίκες πίσω απ' την απίθανη αυτή στιγμή ποτέ δεν είναι ! Εκείνες ονειρεύονται πως βρίσκουν άντρες, γίγαντες τάχα μου, κι αγωνιστές και δυνατούς που από δράκους αυτές γλυτώνουν και σκοτώνουν, με πνεύμα οξύ σαν μοσχολέμονου την πρώτη στυμμένη στάλα, και μαχητές που αυτήν την μία και μοναδική θε ν'αναδείξουν στο πλήθος μέσα δείχνοντας τη και μέσ' στα μάτια κοιτώντας τη κι “αγάπη μου και Έρωτα μου” θε να φωνάζουν για χρόνους εκατό και πάλι λίγο να 'ναι !! 

Ω ! πόσοι κλαψομυρμίληδες, ωσάν ποντίκια, μικρά μου χαμαντράκια, κι άλλες τόσες άστοργες, μέγαιρες κρυφές κι ανάξιες γυναίκες, όλοι σας πώς την βολή σας ηύρατε σε τούτης της νεραϊδόσκονης την μαγεμένη ασπίδα φυλαγμένοι !!

...Όμως το γλύτωμα τους απ' τα Τάρταρα, κοίτα, πώς έχεις κατορθώσει ! 
Και μπλέκουν με χίλιες δυο δουλειές και με σπορές παιδιών και σπόρων κι έτσι η ζωή τους δίχως πολλά-πολλά περνάει σχεδόν καλά, δίχως άλλη σκέψη...εκτός...
...εκτός απ' ώσπου τουλάχιστον στο διάβα τους ποτέ βρεθεί, το αληθινό τους άλλο τους μισό που, τότε,στο μακρινό εκείνο παρελθόν εστάθη...
Τότε τρέχουν να πλυθούν, να ξεβαφτούν της ζήσης τα περιττά στολίσματα και σαν παιδιά απ' την αρχή ν' αγαπηθούν με τρέλα και με πάθος, όσο κι αν μερικοί τους πουν μετά πως τούτο ήταν λάθος, και χαίρονται κι οι δυο διπλά και τρίδιπλα και όλη η πλάση γύρω τους από τούτη την ενέργεια την παραγωγική που εκλύεται στο σύμπαν μέσα !

...ή...κρύβονται μέσα σε μια σπηλιά βαθιά, από τρόμο, φοβία κι ατολμία, αφού να ζήσουν έτσι ηδονικά με αγώνα και κατάκτηση εκεί έξω να αρχίσουν πάλι πρέπει... κι εκεί κρυμμένοι ως θάνατο αναμένουν ασθμαίνοντας, ανήμποροι ακόμα κι ανάσα να παράξουν, σοφοί και συνετοί παραμυθιάζοντας τον εαυτό τους πως είναι τάχα και λέγοντας πως η ζωή προχωράει με λογική...

...κι αντίθετα, Κυράδες μου καλές, η ζωή μπορεί και προχωράει σαν απ' το χέρι βαστάει τη λογική, μα μόνον με το άλλο σου μισό και μ' Έρωτα τρελό την ζεις υπέροχη, χορταστική απ' το πρωί ως το βράδυ, είναι καμιά σας που να διαφωνεί ;

“Μα θα μας πεις Κυρά Γοργόνα, πώς γίνηκε της θάλασσας της γιάτρισσας η αγκαλιά λύσσα, αλμυρή, με τόσα τσουβάλια αλάτι ??” ρώτησε η άλλη η Νεράιδα, η πιο μικρή, που τόση ώρα, σιωπηλή, άκουγε δίχως σχεδόν μιλιά να βγάλει, απαντώντας μάλλον σκόπιμα μ' ερώτηση άλλη, σαν να μην ήθελε απάντηση σε τσουχτερή ερώτηση να δώσει...

“Δεν το 'χετε δει ποτέ από εκεί ψηλά που τριγυρνάτε ως τα πέρατα του κόσμου τούτου, αλήθεια ;” ρώτησε η Γοργόνα, το καλό της Νεράιδας παράδειγμα ακολουθώντας, κι ενώ με διάθεση ολοφάνερα να ξαποστάσει το στόμα της ρούφηξε μια γιούσα ζουμερή, άφησε μια παύση απαλά να πέσει πάνω στα βράχια που καθόντουσαν έτσι ανέμελα, πιστεύοντας πως μήτε ψυχή ένα γύρω την συζήτηση αυτή θα 'χε ακούσει... 

...το γιατί, το κατάλαβα μετά, σε άλλη κουβέντα που κάμανε αναμετάξυ τους και άκουσα εγώ η τυχερή διπλά, που να μαθαίνω θέλω όσο ζω κι ακόμα παραπάνω, μα αυτό μια άλλη ιστορία από μόνο του αφορά για την επόμενη θαρρώ φορά !!
Μα, μια τέτοια εδώ γλυκιά βραδιά, μετά τα τόσα βροντερά μπουμπουνητά μιας καταιγίδας θερινής που έβλεπα εκεί απέναντι τον κόσμο να χαλνά, είχα ως κύμα αράξει χαλαρό εκεί, στον βράχο δίπλα, κι είτε τα άκουσα όλα αυτά, είτε απόλαυσα τον ύπνο τον βαθύ και μέσα σ' ονείρατα τρελά τα είδα, ως παραπάνω είπα, καθώς του Μορφέως το χέρι εμένα βούτηξε κρυφά από του Ποσειδώνα την δασιά του αγκάλη, αγκάλη αφράτη, κι απαλή σαν κόρφο πρωτομάνας, δίχως χαμπάρι εγώ να πάρω, κύμα απαλό ως γένηκα, που μήτε για πρώτη φορά ελάθεψε μήτε θαρρώ και τελευταία...
...και, μα τις εκατό ζαργάνες και τους χίλιους λούτσους που έναν Αύγουστο έφαγα στο Ξηροπήγαδο του Άστρους, είμαι σίγουρη πως τη Γοργόνα άκουσα γλυκά να σιγοτραγουδάει :

...έτσι παφλάζουν κύματα απαλά,
όταν Μαίστρο περιμένουν...
ήρεμα κι ειρηνικά πώς ξεγελούν,
ώσπου βρεθούν στην αγκαλιά του,
κι από το χτύπημα μαζί του το ηδονικό
στα βράχια τ' αφιλόξενα καιρό μετά
του αλατιού τους τον ανθό αφήνουν
γι' ανθρώπους που να ευφρανθούν
καθώς θα νοστιμίζουν τις ώρες του Έρωτα τους...

...κι όποιος πιστέψει, πίστεψε την ιστορία ετούτη και σπίτι του ευθύς ας πάει να κοιμηθεί ! κι αν θυμηθεί, κι αλήθεια θέλει να γενεί, ας γένει... μα αν θέλει απλώς να ξεχαστεί στα βάθη του ύπνου από τον πόνο τον βαθύ, η μνήμη του για πάντα τώρα να σβηστεί...! κι εμένα, μια απλή Παραμυθού, ξανά στα μάτια να μη ματαειδεί...
ΤΕΛΟΣ

© 23.07.2015 ΒΑΛΙΑ ΜΑΙΣΤΡΟΥ “ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΗΣ ΒΑΛΙΜΑΣ”, All Rights Reserved